- ιταμία
- ἰταμία, ἡ (Α) [ιταμός]ιταμότητα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰταμία — ἰταμίᾱ , ἰταμία fem nom/voc/acc dual ἰταμίᾱ , ἰταμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμίας — ἰταμίᾱς , ἰταμία fem acc pl ἰταμίᾱς , ἰταμία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
ԺՊՐՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0840 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 11c, 12c գ. ἱταμία, τὸ ἁναιδές, αὑθάδεια, τόλμα, ἁπόνοια, τὸ ἁπηνές temeritas, arrogantia, audacia, immanitas Յանդգնութիւն. լրբութիւն. անամօթութիւն. համարձակութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼՐԲՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0907 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 14c գ. ἁναισχυντία impudentia ἱταμία temeritas. Լիրբ գոլն. լըրբիլն. լրբանք. անամօթութիւն. անպատկառութիւն. ժպրհութիւն. յանդգնութիւն. անչաթ համարձակութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)